Το Κυπριακό Πρόβλημα: Η Ευκαιρία Που Δεν Υπήρξε Ποτέ

Εδώ και 46 τόσα χρόνια τώρα ακούμε συνεχώς για πρωτοβουλίες, διαδικασίες και προσπάθειες που θα συμβάλουν στην επίλυση του Κυπριακού Προβλήματος και το τέλος της τουρκικής κατοχής.  Στην πραγματικότητα όμως, όσο οδυνηρό και να είναι για όλους μας, το παιχνίδι το έχουμε χάσει προ πολλού καθώς πότε δεν αντιληφθήκαμε την ουσία του θέματος. 

Με αυτό δεν εννοώ  ότι η προσπάθεια και ο αγώνας για μια δίκαιη και λειτουργική λύση του Κυπριακού θα πρέπει να εγκαταλειφθεί αλλά ούτε και συμμερίζομαι τα περί ‘Νέων Πραγματικοτήτων’. Η πραγματικότητα ήταν και θα είναι η ίδια. Η επίτευξη μίας ιδανικής λύσης, όπως εμείς πάντα επιζητούσαμε δεν ήταν ποτέ εφικτή και ρεαλιστικά εκτός ορίων των δυνατοτήτων μας. Η Τουρκία δε έχει μπει σε τόσο κόπο και έξοδα με την κινητοποίηση του στρατού της και της εισβολής του ’74 για να μας τα δώσει όλα πίσω. Πρόσφατες εξελίξεις μας υποδεικνύουν ακόμα πως άμα η Τουρκία βάλει κάπου το πόδι της δεν φεύγει εύκολα, π.χ. Ιράκ, Συρία, Λιβύη. Πόσο μάλλον να ξεκουμπιστεί από την Κύπρο που πάντα θεωρούσε δική της.  Εμείς απλά πρέπει κάποια στιγμή να συνειδητοποιήσουμε πώς  η αδυναμία μας, ως μικρή χώρα που είμαστε, αλλά και η  αγαθή και πολλές φορές αφελής  φύση μας δεν μας επέτρεπαν να δούμε τη μεγάλη εικόνα.  Λανθασμένα πιστεύαμε και ακόμα ίσως να πιστεύουμε πώς έχοντας το δίκιο με το μέρος μας είναι αρκετό για να κερδίσουμε τον αγώνα αυτόν.  Στην διεθνή σκηνή όμως τα πράγματα δουλεύουν και πάντα δούλευαν αλλιώς.  Ακούμε κοινωνιολόγος,  ανθρωπολόγους και πολιτικούς επιστήμονες να μιλάνε συνεχώς για το πόσο έχει εξελιχθεί η ανθρωπότητα πολιτισμικά, επιστημονικά και κοινωνιολογικά. Ουσιαστικά όμως  αυτά που έχουν εξελιχθεί και σε πολλές περιπτώσεις τελειοποιηθεί, είναι οι τρόποι,  οι θεσμοί και τα όργανα  με τα οποία οι μεγάλοι και δυνατοί αυτού του κόσμου μπορούν να επιβάλλουν τη  τη βούληση και τη θέληση τους στους αδύνατους,  νομιμοποιώντας κιόλας την κατάχρηση του προνομίου που τους προσφέρει η πλεονεκτική θέση ισχύος που εκ φύσεως του μεγέθους τους κατέχουν. Η ανάλυση αυτής της διαπίστωσης κρίνω δεν είναι απαραίτητη επί του παρόντος. Να δηλώσω μόνο το αυτονόητο, το οποίο στην περίπτωσή είναι πως ο δυνατός είναι η Τουρκία και όχι εμείς. Βλέποντας και μελετώντας την ιστορία της Τουρκίας, θα διαπιστώσουμε πως αυτό το καταραμένο βδέλυγμα ποτέ δεν δίνει κάτι αν δεν πάρει πολύ περισσότερα. 

 

Πώς φτάσαμε μέχρι εδώ;  Έχω ήδη αναφερθεί στην αφέλεια μας και την πολιτική,  αναφερόμενος στη Διεθνή σκηνή,  ανωριμότητα που είχαμε και έχουμε ως ‘ νεαρό’  κράτος που είμαστε. Να προσθέσω σε αυτό και τη λανθασμένη και αδαή αντίληψη που έχουμε πώς  κάποιος εκεί έξω  νοιάζεται πραγματικά για το καλό μας,  συμπεριλαμβάνοντας σε αυτούς και όλο σχεδόν το σύνολο του διεφθαρμένου ελληνικού πολιτικού κατεστημένου και στερεώματος. 

O ευσεβής πόθος που είχαμε και έχουμε για την δίκαια επίλυση του Κυπριακού Προβλήματος για τους Ελληνοκύπριους αλλά και για τους Τουρκοκύπριους, συνεχίζει μέχρι και σήμερα να θολώνει η λογική μας και να παραλύει την κρίση μας.  Η αναγνώριση, η αποκωδικοποίηση, η ανάλυση, η κατανόηση και σε τελική φάση η αποδοχή των λαθών του παρελθόντος είναι ζωτικής σημασίας. Χωρίς να υποβάλουμε τους εαυτούς μας σε αυτήν τη διαδικασία δεν πρόκειται ποτέ μα ποτέ να αξιωθούμε να δραπετεύσουμε από τον λάκκο στον οποίο έχουμε πέσει και  ούτε θα επιτύχουμε έστω και ένα από τους στόχους μας. Αντιθέτως, θα συνεχίσουμε να κάνουμε τα ίδια αναμένοντας ένα διαφορετικό αποτέλεσμα κάθε φορά. Το παράγωγο αυτής της άσκοπης προσέγγισης και πολιτικής πορείας θα δεν θα είναι άλλο από την διαιώνιση του φαύλου κύκλου ο οποίος δημιουργήθηκε προ πολλού και τον οποίον τόσο σχολαστικά συντηρούμε. Ο χρόνος, όμως, ποτέ δεν ήταν με το μέρος μας.

Αντανακλώντας πίσω με αντικειμενικότητα, εύκολο είναι να κάνουμε κάποιες διαπιστώσεις για βασικές και διαχρονικές αλήθειες. Δεν μπορούμε να αναμένουμε από ξένες χώρες και οργανισμούς να κατανοήσουν το τι σήμαινε η Τουρκική εισβολή και το πόσο αρνητικά έχει  επηρεάσει τις ζωές όλων των ανθρώπων αυτού του τόπου. Τα συμφέροντα των μεγάλων που σχεδόν πάντα επηρεάζουν τα κέντρα αποφάσεων συνήθως συμπίπτουν και συν ταυτίζονται μεταξύ τους.  Είτε μας αρέσει είτε όχι, η Τουρκία είναι μία μεγάλη οικονομική και πρωτίστως στρατιωτική δύναμη με επιρροή, που όπως έχει πρόσφατα διαφανεί, επεκτείνεται πέρα από τα γεωγραφικά της σύνορα .  Όχι μόνο αυτό.  Ανέκαθεν ασκούσε μία σταθερά επιθετική εξωτερική πολιτική και δεν χαρίζεται σε κανέναν.   Κάποιες φορές με πιέσεις και απειλές  κι άλλες φορές με προσφορές ανταλλαγμάτων όπως μεγάλες αγορές προϊόντων και πολεμικού υλικού καταφέρνει να κάνει  την πλάστιγγα των αποφάσεων  να γέρνει προς το μέρος της.  Εμείς από την άλλη περιμένουμε και αναμένουμε, λανθασμένα πάντα, πως οι μεγάλοι θα ασκήσουν πιέσεις προς την Τουρκία ώστε αυτή  να είναι πιο διαλλακτική στη στάση της.  Παίρνουμε συνήθως κάποιο τυποποιημένο ψήφισμα που καλεί όλα τα εμπλεκόμενα μέρη να δείξουν καλή θέληση και να αποφύγουν πράξεις και δηλώσεις που οξύνουν το καλό  κλίμα. Κάποιες φορές κιόλας έχουμε και αποφάσεις που καταδικάζουν ορισμένες από τις πράξεις της τουρκικής πλευράς.  Πέρα από αυτό όμως, τίποτα ποτέ δεν αλλάζει γιατί όλα αυτά είναι κούφια λόγια χωρίς αντίκρισμα. Κανένας μα κανένας δεν έχει ποτέ κάνει καν την προσπάθεια να πιέσει την τούρκικη πλευρά προς οποιαδήποτε κατεύθυνση ή και για οποιοδήποτε θέμα που έχει να κάνει με το Κυπριακό Πρόβλημα.  Εδώ, ούτε καν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία ως κρατική οντότητα και η Ευρωπαϊκή Ένωση συνεχίζει τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Τουρκίας για ενσωμάτωση στην Ένωση παραχωρώντας της δικαιώματα και κονδύλια. Γελάει μαζί μας και το παρδαλό κατσίκι.  Πιο ξεφτίλα πεθαίνεις. Και εμείς μετά από κάθε άχρηστο ψήφισμα και ανούσια δήλωση, μιας και ποτέ δεν επιφέρουν οποιασδήποτε φύσης επιπτώσεις στην Τουρκία, δηλώνουμε περήφανα ότι πετύχαμε τους σκοπούς μας και ότι ελπίζουμε πώς η Διεθνής κοινότητα θα ασκήσει τις κατάλληλες πιέσεις προς την Τουρκία ώστε αυτή να συμμορφωθεί με τα ψηφίσματα του ΟΗΕ και το διεθνές δίκαιο.  Τρομάρα μας. Αυτές οι δηλώσεις έχουν γίνει τόσες φορές ‘Copy/Paste’ που τις θυμάμαι από μικρό παιδί.  Ποιος ακριβώς αναμένουμε πως  θα   ασκήσει  αυτές τις πιέσεις.  Οι Ηνωμένες Πολιτείες που εγκρίναν την Τουρκική εισβολή,  η Αγγλία που πάντοτε φανερά αλλά και ύπουλα λειτουργεί εναντίον μας και υπονομεύει την πλευρά μας,  τα άβουλα ανδρείκελα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή μήπως οι   εξαγορασμένοι πολιτικοί της Ελληνικής δεξιάς και οι ανθέλληνες και  αντί χριστιανοί πολιτικοί της Ελληνικής αριστεράς;

Κι ας μη μας έφτανε αυτό τρωγόμαστε μεταξύ μας. Η αιώνια κατάρα του Έλληνα. Μας  έμπηξαν και  την ιδεολογία από πάνω. Κομμουνισμός και καπιταλισμός είναι απλά  αφηγήματα για να μας κρατάνε οι μεγάλοι  μοιρασμένους χειραγωγημένους και απασχολημένους μήπως και κατά λάθος αντιληφθούμε την μεγάλη εικόνα ή έστω μέρος της. Άλλο θέμα αυτό και χωρίς ανάγκη να αναλυθεί επί του παρόντος.

 Το δυστυχές αποτέλεσμα  αυτής της εσωτερικής σύγκρουσης είναι πως η πολιτική μας επί του θέματος διαμορφωνόταν ανάλογα από το ποιος εκλεγόταν στην εξουσία. Από την άλλη , η Τουρκία και λέω Τουρκία γιατί οι Τουρκοκύπριοι δεν είχαν ποτέ πραγματικό λόγο σε αυτό το θέμα, δεν έχει αλλοιώσει τις θέσεις της άλλα ούτε και έχει χαλαρώσει την στάση της. Αντιθέτως με στρατηγικές κινήσεις, σε κάποιες από τις οποίες θα αναφερθώ αργότερα, μας έχει καταστήσει με την πλάτη στον τοίχο. Η έλλειψη πολιτικής διορατικότητας και  μακροχρόνιου σχεδιασμού, με συγκεκριμένους στόχους και χρονοδιάγραμμα επίτευξής τους μας έχει παγιδέψει στον εαυτό μας. Πρώτον η διαιώνιση του Status Quo  απλά φέρνει την κατοχή πιο κοντά στην  κανονικότητα και την αποδοχή και δεύτερον μία οποιαδήποτε τωρινή αλλαγή πολιτικής κατεύθυνσης και στόχων στο κυπριακό θα μας εκθέσει αρνητικά.  Για αυτό το λόγο είμαστε  δέσμιοι της λανθασμένης μας προσέγγιση όσο αφορά την εφικτή πορεία λύσης και περιορισμένοι στις εναπομείναντες στρατηγικές επιλογές κινήσεων. 

Γιατί ήταν λανθασμένη προσέγγιση μας και η θέση μας στο Κυπριακό θα με ρωτήσετε.  Απλό.  Σωστά επιδιώκαμε να λύσουμε το θέμα με αρχή την ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Μέχρι εδώ καλά.  Πήραμε κάποια ψηφίσματα από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και άλλους διεθνείς οργανισμούς αλλά ποτέ δεν είχαμε  πιέσει για κάτι περισσότερο. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να κάνω μίαν παραδοχή ώστε να μην αντικρούσω τι ίδιες μου τις απόψεις. Η παραδοχή αυτή είναι πως δυστυχώς ποτέ δεν είχαμε την πολιτική δυνατότητα να τροχοδρομήσουμε η να εξαναγκάσουμε μία πολιτική πίεσης προς την Τουρκία από την διεθνή κοινότητα. Είναι γελοίο ακόμα και να σκεφτώ κάτι τέτοιο και με καίει πραγματικά που μας πουλούν κουτόχορτο και ακόμη περισσότερο που είμαστε αναγκασμένοι και καταδικασμένοι να το μασάμε για χάρη της μη άμεσης διακοπής μιας διαδικασίας που βρίσκεται στον αναπνευστήρα. Ως  αποτέλεσμα το μοναδικό χαρτί που έχουμε να παίξουμε είναι αυτή η διεθνώς αναγνωρισμένη Κυπριακή Δημοκρατία. Και εδώ είναι που ξεκινούν τα δύσκολα.  Οποιαδήποτε μορφή άσκησης πίεσης προς την άλλη πλευρά θα μπορούσε εύκολα να παρουσιαστεί ως έλλειψη θέλησης για μία πορεία  επανένωσης  του νησιού.  Η άλλη πλευρά βολεύεται από μία επίσημη διάλυση  της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη δημιουργία δύο ξεχωριστών κρατών.  Για αυτό και προχώρησαν προς την ανακήρυξη του ‘ψευδοκράτους’ δημιουργώντας έτσι ένα προηγούμενο το οποίο δυστυχώς με την πάροδο του χρόνου θα κερδίζει όλο και περισσότερη φερεγγυότητα και ‘αναγνωρισημότητα’ από κάποιους τουλάχιστον κύκλους. Μετά άνοιξαν τα οδοφράγματα.  Εμείς και οι πολιτική μας ηγεσία παγώσαμε γιατί ποτέ δεν δημιουργήσαμε πλάνο διαχείρισης τέτοιων εξελίξεων και κρίσεων.  Δεν είχαμε ούτε απάντηση, ούτε  αντίμετρα αλλά ούτε και ιδέα του πώς θα διαχειριζόμασταν  την κατάσταση  που αναδιπλωνόταν και τις νέες παραμέτρους που εισάγονταν στο ήδη πολύπλοκο γρίφο του Κυπριακού Προβλήματος.  Αν παίζαμε σκάκι οι Τούρκοι θα ήταν πέντε τουλάχιστον κινήσεις μπροστά αλλά όχι μόνο λόγω του μεγάλου μεγέθους τους εν σχέση με εμάς. Αν λέγαμε ΄λοιπόν στον κόσμο να μην πάει στην άλλη πλευρά θα φαινόταν πως προωθούμε και επιθυμούμε το διαμελισμό του νησιού και συνάμα θα ερχόμασταν αντιμέτωποι με όλους τους πρόσφυγες,  όπως είμαι και εγώ,  που καίγονταν να ξαναδούν τα σπίτια και τις περιουσίες που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν λόγω της τουρκικής εισβολής του 1974.  Αν λέγαμε στους  Τουρκοκύπριους ότι απαγορεύεται να περάσουν από αυτήν την πλευρά πάλι θα φαινόταν πως επιζητούμε τη διχοτόμηση.  Παραλύσαμε και δεν κάναμε τίποτα.  Το αφήσαμε απλά να εξελιχθεί μόνο του.  Ως αποτέλεσμα το ψευδοκράτος και η Τουρκία άντλησαν τεράστια πολιτικά και οικονομικά οφέλη.  Έτσι απλά, χωρίς μεγάλη προσπάθεια, χωρίς καμία θυσία και με μηδαμινό ρίσκο.  Δημιουργήθηκε επίσης η εντύπωση στο εξωτερικό, αλλά και σε πολλούς από εμάς, πώς αυτή ήταν μία κίνηση καλής θέλησης από την τουρκική πλευρά και πως θα ήταν το έναυσμα και ο καταλύτης που ίσων να οδηγούσε στην μόνιμη λύση. Κούνια που μας κούναγε. Πιο ενδελεχείς ανάλυση του γιατί η Τουρκία έχει τον έλεγχο των κινήσεων θα γίνει  μετέπειτα.

 Πολλά έχουν γίνει από τότε αλλά για χάριν της συντομίας θα το αφήσω και θα έρθω στο πρόσφατο άνοιγμα  της πόλης των Βαρωσίων.  Ασχέτως του αν έχει γίνει για εσωτερική κατανάλωση εκ μέρους του Τατάρ,  πάλι θα βγει κερδισμένη η άλλη πλευρά.  Αντί να μιλάμε για μέτρα τα οποία τιμωρούν την παράνομη ‘κυβέρνηση’ του ψευδοκράτους στα βόρεια, ακούμε φωνές,  ειδικότερα από την αριστερά και το ΑΚΕΛ,  που να ζητάνε  να δώσουμε κι άλλα προνόμια για να δημιουργήσουμε ένα πιο θετικό κλίμα εμπιστοσύνης.  Αυτό βέβαια από μία παράταξη της οποίας ο ηγέτης δήλωσε πως προτιμά ένα Τουρκοκύπριο αριστερό πρόεδρο αντί για ένα δεξιό ελληνοκύπριο.  Φανταστείτε τι θα έλεγε  αν δεν εκπροσωπούσε την πιο χρεοκοπημένη ιδεολογία στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η δεξιά από την άλλη πλευρά κάνει δηλώσεις για ‘Νέες Πραγματικότητες’. Έχω ήδη αναφερθεί σε αυτό. Το επαναλαμβάνω για να εμπεδώσουμε όλοι πως δηλώσεις τέτοιας φύσης ή και ύφους, πριν από επικείμενες διαβουλεύσεις,  υποδηλώνουν απλά την ετοιμότητα της αποδοχής ήττας και της παράδοσης. Μια κουτή και απερίσκεπτη δήλωση που το μόνο που μπορεί να καταφέρει είναι να υποσκάπτει την διαπραγματευτικής θέση και δύναμη της δικής μας πλευράς. Ακόμα και εάν αυτή η δήλωση ήταν αληθής και συνιστούσε την πραγματική εικόνα των γεγονότων, κατά κανόνα, ποτέ δεν την κάνεις δημόσια πριν από σημαντικές διαπραγματεύσεις. 

Υπάρχουν βέβαια και κάποια πρόσφατα δημοσιεύματα τα οποία αναφέρουν πως ίσως θα έπρεπε να προσφέρουμε το άνοιγμα του αεροδρομίου της Τύμπου κάτω από την επίβλεψη του ΟΗΕ και να αποδεχτούμε το άνοιγμα της πόλης των Βαρωσίων υπό τους ίδιους όρους. Αυτά ως αντάλλαγμα της αποδοχής της Τουρκίας να ανοίξει τα λιμάνια, της για πλοία με την  κυπριακή σημαία, με προέλευση και προορισμό τα λιμάνια της Κύπρου, τον εναέριο χώρο και κατεπέκταση τα αεροδρόμια της για πτήσεις προς και  από τα κυπριακά αεροδρόμια.  Αυτό θα αποδειχτεί βέβαια καταστροφικό. Παρόλο που κάτι τέτοιο θα ήταν εξαιρετικά ζημιογόνο και την Κυπριακή Δημοκρατία και τον αγώνα μας, η Τουρκία, ευτυχώς για εμάς, δεν θα το αποδεχόταν καν.  Και λέω ευτυχώς για τον εμφανή λόγο πως δεν πρέπει να δώσουμε ανταλλάγματα και αντίτιμα  για το αυτονόητο της αναγνώρισης ενός κράτους μέλους του ΟΗΕ.  Επιπροσθέτως ακόμα και αν το δεχόταν, θα μπορούσε κάλλιστα μετά από κάποιο εύλογο χρονικό διάστημα να βρει μία δικαιολογία  την οποία να χρησιμοποιήσει για να απαγορεύσει  την  πλεύση  των πλοίων με κυπριακή  σημαία στα τουρκικά λιμάνια και τις   κυπριακές πτήσεις προς και από τα τουρκικά αεροδρόμια.  Αυτό θα μπορούσε εύκολα να γίνει. Ένα όμως άνοιγμα του αεροδρόμιου της Τύμπου,  έστω και κάτω από διεθνή επιμέλεια,  και η αποδοχή και η νομιμοποίηση, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες και σημαία εκτός της Κυπριακής Δημοκρατίας, του ανοίγματος της πόλης των Βαρωσίων θα ήταν πλέον τετελεσμένα και μη αναστρέψιμα γεγονότα.  Αναπόφευκτα η Τουρκία δεν μπορεί να χάσει τίποτα εάν πάρουμε μία τέτοια απόφαση. Μπορεί μόνο να έχει πολιτικά και συνάμα οικονομικά οφέλη και όπως πάντα χωρίς να πάρει κανένα ρίσκο. 

Και πάω πίσω στην πρόταση της κυπριακής αριστεράς για προσφορά περισσότερων διευκολύνσεων,  βοηθημάτων και οποιασδήποτε άλλης  φύσεως παρότρυνση προς τους Τουρκοκύπριους.  Και εγώ με το απλό μου μυαλό ρωτώ. Γιατί;  Τι ακριβώς θα κερδίσουμε από αυτό και τι έχουν κάνει αυτοί ώστε να αξίζουν κάτι τέτοιο και πώς μία τέτοια προσέγγιση θα βοηθήσει θετικά την επανένωση του νησιού μας; Εδώ είναι που πρέπει να  υπενθυμίσω στους αναγνώστες βασικές αρχές μιας οποιασδήποτε μορφής διαπραγμάτευσης. Ζητάς περισσότερα από όσα πραγματικά θέλεις ώστε να έχεις την δυνατότητα να διαπραγματευτείς προς τα κάτω σε αυτά που πραγματικά επιδιώκεις χωρίς να αναγκαστείς να κάνεις επίπονες παραχωρήσεις και θυσίες.  Πρέπει επίσης να  επιδιώκεις να πάρεις ανταλλάγματα  για κάθε συναίνεση και εκχώρηση που κάνεις.  Αν κάτσουμε και μελετήσουμε διαχρονικά τι είχε συμβεί στον Κυπριακό θα δούμε ξεκάθαρα πως ότι και να δώσουμε  η άλλη πλευρά πάντα  εμμένει στις μαξιμαλιστικές της θέσεις. Εκτός αυτού, ο λόγος που οι πραγματικοί Τουρκοκύπριοι έχουν στις διαπραγματεύσεις είναι ελάχιστος και αναμφισβήτητα οι σκληροπυρηνικές δυνάμεις στα κατεχόμενα όλο και δυναμώνουν.  Επιπρόσθετα μια οποιαδήποτε υπαναχώρηση υπό τη μορφή περαιτέρω διευκολύνσεων ή και δικαιωμάτων αυτή τη στιγμή θα ήταν στην ουσία τίποτε λιγότερο από την  επικρότηση και την ανταμοιβή μιας εχθρικής και αντιπαραγωγική  πράξης, εχθρικής και καθόλου εποικοδομητικής κίνησης  όπως και είναι στην  πραγματικότητα το άνοιγμα της πόλης  των Βαρωσίων. 

Ξεκίνησα λέγοντας πώς αυτό το παιχνίδι, εμείς το έχουμε χάσει προ πολλού. Εν μέρη λόγω πολιτικών λαθών αλλά πολύ περισσότερο λόγω του ότι είμαστε ένα μικρό κράτος με ελάχιστη επιρροή και με πολύ περιορισμένες επιλογές. Δεν γράφω αυτό το κείμενο για να αποδώσω ευθύνες αλλά ούτε και να κάνω τον ισχυρισμό πως θα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι πολύ διαφορετικό. Εύκολο για οποιονδήποτε να κρίνει, να επικρίνει και α αντλεί συμπεράσματα μετά το γεγονός. Η αλήθεια είναι πως ελάχιστοι εκ της πολιτικής μας ηγεσίας μπορούσαν να αντιληφθούν και να κάνουν μια ρεαλιστική εκτίμηση της κατάστασης που εξελισσόταν. Ακόμα όμως και αυτοί που αντιλαμβάνονταν πως θα προδιαγραφόταν η εξέλιξη των γεγονότων, θα θεωρούνταν προδότες και ηττοπαθείς εάν έλεγαν την αλήθεια στον προσφυγικό κόσμο και  όχι μόνο.

Λάθη γίνονται ακόμα και όταν οι προθέσεις είναι   ευσεβής και καλοπροαίρετες. Παρόλα ταύτα όμως διαφαίνεται πως αδυνατούμε να αντλούμαι διδάγματα από τα λάθη του παρελθόντος και για αυτό είμαστε βέβαια καταδικασμένοι να παραμένουμε ανήμποροι να αλλάξουμε τη στάση μας. Θα πρέπει επιτέλους να βάλουμε στην  άκρη τα   μικροπρεπή πολιτικά συμφέροντα τις αντιπαραθέσεις  και τους  αχρείαστους διαπληκτισμούς και να συνειδητοποιήσουμε πώς, είτε μας αρέσει είτε όχι, η Κυπριακή Δημοκρατία αυτή τη στιγμή πρέπει να αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα αυτών που πραγματικά θέλω να ζουν και να δραστηριοποιούνται μέσα σε αυτή. Οι Τουρκοκύπριοι, πιστεύω, πάντα ήταν και πάντα θα είναι ευπρόσδεκτοι να ζήσουν μαζί μας  επί ίσους όμως όρους όπως ζούσαμε παλιά και όπως ζουν οι Αρμένιοι, οι Μαρωνίτες,  πολλοί Ευρωπαίοι, Λιβανέζοι και πιο πρόσφατα μεγάλες κοινότητες Ρώσων και Εβραίων.  Είμαστε ένα μοντέρνο και δημοκρατικό ευρωπαϊκό κράτος που δεν καταπιέζει κανένα,  που μεταχειρίζεται όλους τους πολίτες του περίπου το ίδιο αλλά και που δεν πρέπει να προσφέρει ανταλλάγματα σε κάποιο για να θέλει να είναι μέλος του συνόλου του. Τέλειοι δεν είμαστε. Η ιδανική δημοκρατία δεν υπήρξε ποτέ λόγω της ατελής φύσης του ανθρώπου που πάντα οδηγεί την  κυρίαρχη ηγεσία σε κάποια μορφή διαφθοράς ή και κατάχρηση εξουσίας. Αυτό είναι ένα γεγονός που δεν πρέπει να αποδεχτούμε αλλά που πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε. Η χώρα μας δεν παύει όμως να είναι αναμφισβήτητα ένα από τα πιο ασφαλή και αξιοκρατικά κράτη της υφηλίου. Αρκετά όμως για αυτό.

 Με το χαρτί που έχουμε παίξει μπορεί μεν να μην μπορούμε να κερδίσουμε το παιχνίδι αλλά οφείλουμε να δουλέψουμε για να παλέψουμε σκληρά ώστε να διασώσουμε όσο το δυνατόν περισσότερα μπορούμε ως ένδειξη σεβασμού προς αυτούς που ανιδιοτελώς έκαναν θυσίες για αυτόν τον τόπο και ως παρακαταθήκη και κληρονομιά για τα παιδιά μας και τις μελλοντικές γενιές.

Θα αναφερθώ συνοπτικά και χωρίς πολλές λεπτομέρειες στο τι μπορούμε να κάνουμε από δω και  πέρα. Κάποιοι θα σκεφτούν πως αυτά που θα προβάλω έχουν ήδη γίνει, άλλοι πάλι θα πουν ‘Άσε μας ρε Μιχαλιό που ξέρεις εσύ από αυτά τα πράματα!’, πολλοί θα είναι σίγουροι πως είμαστε πολύ μικροί για να έχουμε δική μας στρατηγική και ακόμη περισσότεροι θα έχουν ήδη πάψει να διαβάζουν προτού φτάσουν αυτό το σημείο. 

Απαντώ…

Τα γεγονότα μας υποδεικνύουν πως προφανώς καμία αξιόλογη μελέτη και προετοιμασία δεν έχει γίνει, ή τουλάχιστον όχι από τους κατάλληλα καταρτισμένους ανθρώπους. Μετά απαντώ πως απλά εκφράζω τις απόψεις μου γιατί έτσι μου ήρθε και επειδή ο θεσμός της Δημοκρατίας οφείλει σε όλους εμάς τους πολίτες το δικαίωμα αυτό. Όσο για το ‘Είμαστε πολύ μικροί’, εγώ λέω πως για αυτόν ακριβώς το λόγο θα πρέπει να είμαστε άριστα προετοιμασμένοι. Ο αδύνατος δεν έχει περιθώρια για λάθη λόγω του ότι σίγουρα έχει λιγότερες επιλογές αλλά επίσης επειδή ούτε και μπορεί να αναρρώσει πλήρως και εγκαίρως μετά από κάθε λάθος, ήττα ή και απώλεια. Τώρα για όσους δεν άντεξαν να διαβάσουν μέχρι αυτό το σημείο ή σταματούν εδώ, απλά ελπίζω να μην το θεωρήσατε χάσιμο χρόνου και σας ευχαριστώ.

Συγκεκριμένες πρακτικές που πρέπει και θα έπρεπε να ακολουθούμε: 

[1] Πρώτον και σημαντικότερο. Πρέπει οπωσδήποτε να  δραπετεύσουμε από τα δεσμά της πολιτικής ιδεολογίας και της προδιάθεσης που μας έχουν επιβάλει οι ‘Νεολαίες’ των κομμάτων, με την αμείλικτη πλύση εγκεφάλου που ασκούν, και να βάλουμε το καλό και την ευημερία του τόπου πάνω από το πολιτικό κέρδος και τα προσωπικά συμφέροντα. 

Είναι αδιανόητο και εξωφρενικό για μένα να ετοιμαζόμαστε για συνομιλίες για το Κυπριακό Πρόβλημα με την αντιπολίτευση απλά να υπονομεύει την δική μας διαπραγματευτική θέση. Η Τουρκία εμμένει σε λύση δύο κρατών και στην παραμονή του τουρκικού στρατού στο νησί μας και φυσικά δεν πρόκειται να υπάρξει καμία θετική εξέλιξη από την επικείμενη διαβούλευση. Πρέπει απαραιτήτως, όμως, να δώσουμε το παρόν μας για να μη εκμεταλλευτεί την ευκαιρία η άλλη πλευρά για να παρουσιάσει μία άρνηση συναντήσεως εκ μέρους μας ως αδιαλλαξία. Η ολότητα της πολιτικής μας ηγεσίας πρέπει να διακόψει τις επιβλαβείς δημόσιες δηλώσεις και επικρίσεις της δικής μας πλευράς και να εργαστεί προς μια κοινή και ενωτική γραμμή απέναντι στον Τούρκο κατακτητή. Μέλημα μας θα πρέπει να είναι η απόκρουση των απαιτήσεων της Τουρκίας και το ξεγύμνωμα των θέσεων  της, οι οποίες είναι αντίθετες με τα ψηφίσματα του ΟΗΕ, που αντικρούουν τα ήδη συμφωνηθέντα μεταξύ των δύο πλευρών και εναντίον του διεθνούς δικαίου.  Η προσήλωση, οι ενέργειες και η προσοχή μας πρέπει να αφιερωθούν στην αντιμετώπιση του κοινού εχθρού και στην μορφοποίηση μιας σειράς μέτρων και πολιτικών πρωτοβουλιών καθώς και επιχειρημάτων που ακυρώνουν τις οποιεσδήποτε τουρκικές αξιώσεις.  Οι δηλώσεις μας και οι κινήσεις μας θα πρέπει να είναι προς ενημέρωση και την δημιουργία εντυπώσεων στο εξωτερικό και όχι για εσωτερική κατανάλωση και πόλωση που απλά και μόνο οδηγούν προς τη διάσπαση του δικού μας μετώπου και την αποδυνάμωση της διαπραγματευτικής μας θέσης. Η Τουρκία πάντα μας κατηγορεί και μας υπονομεύει διεθνώς με ψέματα και με ακραίες απαιτήσεις και εμείς αρκούμαστε στην παθητική άμυνα. Λάθος τακτική. Η επίθεση είναι η καλύτερη άμυνα. Εάν η Τουρκία καταφέρνει να μας στριμώχνει στη γωνιά με ψεύδη, εμείς, ενωμένοι και με τον διεθνή νόμο με το μέρος μας, θα μπορέσουμε να παίξουμε αυτό το παιχνίδι πιο αποτελεσματικά. Αυτό θα είναι όμως εφικτό μόνο αν καταφέρουμε α είμαστε ενωμένοι. Εύκολο να το λες. Στην πράξη όμως δύσκολο αλλά απόλυτα απαραίτητο. 

[2] Δεύτερον, αφού τα βρούμε μεταξύ μας,  θα πρέπει να συγκροτηθεί μία ή και περισσότερες ομάδες από ειδικούς στο Διεθνές δίκαιο και διεθνή πολιτική. Αυτοί οι άνθρωποι θα πρέπει πρώτα να αγαπούν αυτό το  τόπο, και να μην ανήκουν σε συγκεκριμένο κομματικό  ή και ιδεολογικό χώρο.  

(α) Πρωταρχικό μέλημα αυτών  των ομάδων θα  είναι η διαφύλαξη της ακεραιότητας και της νομιμότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας που, όπως έχω προαναφέρει, είναι το μοναδικό χαρτί που έχουμε να παίξουμε.  

(β) Απαραίτητο είναι να γίνει μια εμπεριστατωμένη και σε βάθος χρόνου μελέτη του τι ιστορικά έχει συμβεί μέχρι τώρα. Η μελέτη αυτή θα πρέπει να είναι ενδελεχής και αντικειμενική ώστε όχι μόνο να μπορούμε να αντλήσουμε γνώση του τι έχει γίνει αλλά και για να καταστήσουμε τους εαυτούς μας ικανούς, να δοκιμάσουμε τουλάχιστον, να είμαστε προετοιμασμένοι για  τις μελλοντικές κινήσεις και τη στάση της άλλης πλευράς. Μέσα από αυτήν την μελέτη θα πρέπει να αποκρυπτογραφηθεί η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, οι κινήσεις της στο κυπριακό και ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί στη διεθνή σκηνή. Δεν μπορούμε να βρισκόμαστε συνεχώς προ τετελεσμένων και εκπλήξεων και χωρίς λόγο στις εξελίξεις. Θα πρέπει να μελετηθούν  σενάρια δράσης και αντίδρασης και όχι μόνο. Καλά τα αντίμετρα και οι αντιδράσεις ώστε να μπορούμε να αντικρούσουμε τις κινήσεις της Τουρκίας αλλά αυτή η τακτική, η οποία ως τώρα εφαρμόζαμε στην χειρότερη της μορφή, απλά χαρίζει την πρωτοβουλία των κινήσεων και την διαμόρφωση της πορείας των διαβουλεύσεων στην άλλη πλευρά. Καλό είναι να έχουμε μια υβριδική, συνδυασμού άμυνας και επίθεσης, νοοτροπία και φιλοσοφία κινήσεων. Φροντίζοντας να είμαστε στρατηγικά προετοιμασμένοι όχι μόνο για κινήσεις και  μέτρα προφυλάξεως, θα διευρύνει σημαντικά τις επιλογές μας (ή τουλάχιστον ως εκεί που επιτρέπουν οι συνθήκες και οι δυνατότητες μας). Φυσικά, πρωταρχικό μέλημα μας θα είναι πάντα να  προστατεύσουμε την πλευρά μας και  να αντικρούουμε το οποιοδήποτε πολιτικό κόστος. Συνάμα, όμως, φρόνιμο θα ήταν να δημιουργήσουμε και ένα στρατηγικό πλαίσιο κινήσεων και πρωτοβουλιών που να προκαλούν ζημιά στις θέσεις και τη φερεγγυότητα της άλλης πλευράς.  

(γ) Ιδιαίτερα σημαντικό είναι να αναγνωρίσουμε και να μελετήσουμε τις πολιτικές συγκυρίες που δημιουργούνται στην περιοχή μας και να έχουμε ένα σχέδιο διαχείρισης τους είτε αυτές είναι θετικές είτε είναι αρνητικές για εμάς. Ζωτικής σημασίας είναι το να αναγνωρίσουμε πώς μας είχαν επηρεάσει ιστορικά αλλά να συλλογιστούμε πως μπορεί  να διαμορφωθούν μελλοντικά. Μπορεί τώρα να έχουμε κοινή θέση με την Αίγυπτο απέναντι στην Τουρκία, μια πολιτική επικράτηση της ‘Μουσουλμανικής Αδελφότητας’ στην χώρα αυτή, όμως, θα αντιστρέψει τα πάντα. Το ίδιο επιφυλακτικοί και προετοιμασμένοι θα πρέπει να είμαστε και στην περίπτωση του Ισραήλ, το οποίο είχε ιστορικά άψογες σχέσεις με την Τουρκία, χωρίς να θυσιάζουμε το υφιστάμενο θετικό κλίμα και τη συνεργασία των δύο κρατών μας.

 (δ) Τέλος  και για χάρη της συντομίας, αν και θα μπορούσα να αναφερθώ σε σωρεία  άλλων θεμάτων, θα πρέπει να προχωρήσουμε σε μία αντικειμενική και ρεαλιστική αξιολόγηση της παρούσας κατάστασης. Το αποτέλεσμα και το παράγωγο αυτής της αξιολόγησης  δεν πρέπει να είναι τίποτα άλλο από την ωμή πραγματικότητα και την στωική απεικόνιση του τι συμβαίνει και του που βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή. Με αυτό και μόνο τον τρόπο θα καταστήσουμε τους εαυτούς μας ικανούς να εντοπίσουμε και να αναγνωρίσουμε τις πραγματικές και διαθέσιμες μας επιλογές δράσης και τους κινδύνους που εγκυμονούν σε αυτό το στάδιο. Το πώς και γιατί, το ποιος και τι φταίει, οι ευσεβείς πόθοι, τα ‘ίσως’ και τα ‘αν’ είναι παντελώς άσχετα με την ουσία και είναι σαφώς επικίνδυνα αφού απλά θα δημιουργήσουν ψευδαισθήσεις και εικονικά σενάρια με μηδενικές πιθανότητες επαλήθευσής.  Η αλήθεια και η αποδοχή της πραγματικότητας σε απελευθερώνει.  Αυτό γιατί αυτομάτως αποκλείει αυτό που είναι λογικά αδύνατο, σε αναγκάζει να στρέψεις όλη την προσοχή σου σε αυτό που είναι, σου επιβάλει να θέσεις στόχους με βάση αυτό που είναι εφικτό και σου επιτρέπει να αφιερώσεις όλους σου τους πόρους προς την επίτευξη αυτών.

Κάπου εδώ θα πρέπει να σταματήσω και να δώσω ένα τέλος στο κείμενο αυτό. Απλά να συνοψίσω επαναλαμβάνοντας για μία ακόμα φορά το αυτονόητο:  Πως παρόλες τις εσωτερικές μας διαφορές είναι ζωτικής σημασίας η ανάγκη να παρουσιαζόμαστε απέναντι στον αντίπαλο ενωμένοι και με κοινούς στόχους, με κοινή γραμμή και με τακτική που ενσωματώνει αυτά τα κοινά. Επιτακτικό μέλημα μας είναι επίσης η αλλαγή στάσης απέναντι στην άλλη πλευρά. Για δεκαετίες τώρα είμαστε το ‘καλό παιδί’ φοβούμενοι μήπως δώσουμε αφορμή για μόνιμη διχοτόμηση της Κύπρου. Μα αυτή η προσέγγιση είναι που μας έφτασε μέχρι εδώ. Η ιστορία μας αποδεικνύει πως εμείς οι ίδιοι προκαλούμε εκείνο ακριβώς που φοβόμαστε. Και αυτό επειδή ότι και να κάνει η άλλη πλευρά δεν πληρώνει ποτέ κάποιου είδους τίμημα και τούτο γιατί ανησυχούμε μήπως και οδηγήσουμε τους Τουρκοκυπρίους στην αγκαλιά της Τουρκίας. Ξεχνούμε όμως πως οι Τουρκοκύπριοι, όπως διαφαίνεται από τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις και τις ‘εκλογές’ στον βορρά, δεν μας δίνουν ένα σαφές ή έστω δυνατό αίσθημα πως η επανένωση της χώρας μας αποτελεί πρωταρχικό στόχο για την πλειονότητα τους. Αρκούνται και επιδιώκουν να αντλούν όλα τα καλά που  η Κυπριακή Δημοκρατία και κατεπέκταση η Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν να προσφέρουν στους πολίτες τους. Δεν έχω όμως δει κάποιου είδους σοβαρή η και μαζικής φύσης διαμαρτυρίας εκ μέρους τους όταν οι αρχές τους προχώρησαν με το σταδιακό άνοιγμα της πόλης των Βαρωσίων. Ούτε και στο παρελθόν είδαμε κινήσεις να σταματήσει η λεηλασία των εκκλησιών και των χριστιανικών κοιμητηρίων στο βορρά και η μετατροπή τους σε τζαμιά ή και σε μάντρες για ζώα! Και γιατί να το κάνουν; Το παίζουν σε διπλό ταμπλό. Δεν ασκήσαμε ποτέ πίεση με κάποιου είδους ‘νόμιμής’ αποκοπής προνομίων ώστε να αναγκαστούν να πάρουν θέση. Η φοβία των επιπτώσεων του να πάρουμε πρωτοβουλίες οδήγησε στη διαιώνιση αυτής της κατάστασης και δυστυχώς με την πάροδο του χρόνου αυτά που μας ένωναν με τους Τουρκοκυπρίους έχουν φθαρεί και η επιρροή της Τουρκίας στο βορρά και την τουρκοκυπριακή κοινότητα έχει γιγαντωθεί. 

Δεν αναμένω αλλά ούτε και προσμένω πως θα γίνουμε μοντέρνοι ‘Αυξεντίου΄ γιατί τέτοιοι άνθρωποι δεν γεννιούνται σε εποχές όπως τις δικές μας. Ντροπή μας όμως να πέσουμε αμαχητί. Είναι πλέον προφανές πως με το να τα δίνουμε όλα δεν παίρνουμε τίποτα. Αυτή είναι μία διαπίστωση η οποία είναι διαχρονικά αληθής. Θα πρέπει να αναδιαμορφώσουμε την στρατηγική μας. Κάθε φορά που οι Τουρκοκύπριοι συμπεριφέρονται ως δεκανίκια της Τουρκίας θα πρέπει να χάνουν και κάποιο, έστω μικρό προνόμιο. Θα μου πείτε αυτό ίσως να είναι νομικώς δύσκολο ως και αδύνατο. Ίσως ναι αλλά ίσως και όχι. Δεν το ψάξαμε ποτέ αλλά ούτε  και ασκήσαμε ποτέ κάτι άλλο εκτός από παθητική πολιτική. Αρκούμαστε μόνο σε αξιολύπητα θλιβερές και ηττοπαθείς δηλώσεις μετά που οι Τούρκοι κάνουν το δικό τους και μετά που οι ΄σύμμαχοι΄ μας στη Ευρώπη μας φτύσουν κατάμουτρα και προσβάλουν την νοημοσύνη μας για μία ακόμη φορά. Τραγικό είναι πως όλα αυτά συμβαίνουν εν καιρώ που στην Τουρκία ηγείται ο Ερντογάν, ο οποίος έχει κάψει πολλές γέφυρες και δεσμούς με την Ευρώπη, την Αμερική, το Ισραήλ και πολλές αραβικές χώρες. Τα χειρότερα έπονται καθώς με την πάροδο της εποχής του Ερντογαν και την ανάληψη της εξουσίας από άλλες δυνάμεις ή και τον στρατό, η Τουρκία θα γίνει και πάλι το ‘αγαπημένο παιδί’ της δύσης. Τότε να δεις τι έχουμε να πάθουμε.

Έστω και αργά, θα πρέπει να αλλάξουμε στάση και να αντιδράσουμε. Δεν μπορείς να κερδίσεις την μάχη αν πρώτα δεν πάρεις μέρος σε αυτή. Δυστυχώς οι Έλληνες, γιατί σαν Έλληνας γράφω, πάψαμε να διδάσκουμε και να πράττουμε αυτά που κάποτε μας έκαναν μεγάλους και διαφορετικούς. Επιτρέψαμε σε αυτούς που με δόλο μας κατάστρεψαν να μας αλλοιώσουν ως έθνος και να μας πείσουν πως είναι ντροπή να είσαι Έλληνας. Εάν αυτό συνεχιστεί, τελικά θα χαθούμε και μπορείτε να βάλετε ότι νόημα θέλετε στη δήλωση αυτή. Κρίμα όμως και αλλοίμονο να χάσουμε με την ουρά στα σκέλια. Ενόσω η Τουρκία διατηρεί την δύναμη και τη διεθνή προβολή ισχύος που ασκεί είναι αδύνατο για την πλευρά μας να υπερισχύσει. Κάλλιο όμως να πέσουμε σεβόμενοι τον εαυτό μας και την ανδρεία των προγόνων μας παρά κλαψουρίζοντας και αναμένοντας τη βοήθεια αυτών που απλά δεν μας νοιάζονται αλλά που ούτε και σέβονται εμάς, το δίκαιο ή και το εαυτό τους. Ευχαριστώ.

Μ.Ι.Κ.