Ακόμα τέσσερις Ρώσοι δισεκατομμυριούχοι και τα συγγενικά με αυτούς πρόσωπα τα οποία αξιοποίησαν το Κυπριακό Επενδυτικό Πρόγραμμα την προηγούμενη 10ετία για να αποκτήσουν το χρυσό διαβατήριο, χάνουν πλέον την υπηκοότητά τους μετά από χθεσινή απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Στους τέσσερις Ρώσους επιβλήθηκαν κυρώσεις από τις Βρυξέλλες στις 8 Απριλίου 2022, σε μια προσπάθεια να πληγεί η πολιτική ελίτ της χώρας που θεωρείται υπεύθυνη για παροχή βοήθειας στο Βλαντίμιρ Πούτιν κατά τη διάρκεια της εισβολής στην Ουκρανία. Πρόκειται για Ρώσους δισεκατομμυριούχους που ενώ διατηρούν το κυπριακό διαβατήριο, έχουν μεταφέρει τις δραστηριότητές τους εκτός Κύπρου, σε χώρες που δεν διατρέχουν τον κίνδυνο έκθεσης σε κυρώσεις.
Επομένως, με βάση τη χθεσινή απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου αρχίζει η έναρξη διαδικασίας αποστέρησης της Κυπριακής υπηκοότητας από τους Γκριγκόρι Μπερέζκιν, Όλεγκ Ντεριπάσκα, Ιγκόρ Κασάεφ και Γκουλμπακόρ Ισμαΐλοβα. Τα εξαρτώμενα των τεσσάρων επενδυτών είναι 11. Μόνο μέσα σε αυτό το μήνα αποφασίστηκε να ακυρωθούν τα διαβατήρια 8 επενδυτών, οι οποίοι μαζί με τους εξαρτώμενούς τους ανέρχονται σε 36 πρόσωπα. Οι 8 επιχειρηματίες και οι εξαρτώμενοί τους πλέον υπόκεινται σε δέσμευση περιουσιακών στοιχείων.
Σημειώνεται ότι δύο από τους τέσσερις στους οποίους επιβλήθηκαν κυρώσεις από τις Βρυξέλλες για τη διασύνδεσή τους με το Κρεμλίνο, πολιτογραφήθηκαν επί διακυβέρνησης Δημήτρη Χριστόφια και ουσιαστικά δεν έχουν παρέλθει 10 χρόνια από την πολιτογράφησή τους, προτού το όνομά τους συμπεριληφθεί στον κατάλογο των κυρώσεων της Κομισιόν. Σύμφωνα μάλιστα με πληροφόρηση του Philenews, υπάρχει περίπτωση Ρώσου επιχειρηματία που αποφασίστηκε να ξεκινήσει διαδικασία ανάκλησης του διαβατηρίου που του χορηγήθηκε μετά τον Απρίλιο του 2012, σε αντίθεση με τη σύζυγό του η οποία εξακολουθεί να το χρησιμοποιεί από τη στιγμή που πολιτογραφήθηκε ως Κύπρια το πρώτο τρίμηνο του 2012.
Ο Ολέγκ Ντεριπάσκα ο οποίος κατέχει κυπριακή υπηκοότητα από το 2017, έχει βρεθεί στο στόχαστρο της διεθνούς σκηνής από το 2018 και η περιουσία του σήμερα φθάνει τα 3 δισ. δολάρια, ενώ ήταν 20 δισ. στις αρχές της χιλιετίας.