Το 1999 μπήκαν τα θεμέλια για μια μεγάλη πρωτοβουλία για το Κυπριακό. Ο σχεδιασμός πρόβλεπε λύση του Κυπριακού, ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, ενταξιακές διαπραγματεύσεις Τουρκίας – ΕΕ.
Τον ίδιο χρόνο άρχισαν οι συνομιλίες Κληρίδη – Ντενκτάς. Στόχος ήταν η επίτευξη συμφωνίας πριν από την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ. Η ΕΕ θα αποφάσιζε για τη μεγάλη διεύρυνση στη διάσκεψη της Κοπεγχάγης, τον Δεκέμβριο του 2002.
Τον Νοέμβριο του 2002 υπήρξε η κυβερνητική αλλαγή στην Τουρκία. Στην εξουσία ανήλθε το ΑΚΡ με ηγέτη τον Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος υιοθέτησε το δόγμα λύση του Κυπριακού, ένταξη όλης της Κύπρου στην ΕΕ, ενταξιακές για την Τουρκία.
Στα τέλη του 2002, όταν θα αποφασιζόταν η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, θεωρητικά ήταν όλα στη θέση τους για να επιτευχθεί ο σημαντικός στόχος της επίλυσης του Κυπριακού:
- Στην Κύπρο ήταν πρόεδρος ο Γλαύκος Κληρίδης.
- Στην Ελλάδα πρωθυπουργός ο Κώστας Σημίτης.
- Στην Τουρκία ηγέτης ο Ταγίπ Ερντογάν.
- Η Κύπρος ήταν έτοιμη για ένταξη στην ΕΕ με τη σύμφωνο γνώμη όλων των κομμάτων.
- Οι Τουρκοκύπριοι διαδήλωναν στους δρόμους κατά του Ντενκτάς επιζητώντας λύση και ταυτόχρονη ένταξη στην ΕΕ.
- Η ΕΕ ήταν έτοιμη να αρχίσει ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Τουρκία.
Αυτή η ιστορική συγκυρία κινδύνευε να χαθεί λόγω των προεδρικών εκλογών του Φεβρουαρίου 2003 στην Κύπρο. Το ΑΚΕΛ είχε προκρίνει την υποψηφιότητα του Τάσσου Παπαδόπουλου.
Στις αρχές Νοεμβρίου 2002 ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Κόφι Ανάν, ενεργώντας και σε διαβούλευση με την ΕΕ[1] προετοιμαζόταν να υποβάλει ολοκληρωμένο σχέδιο λύσης του Κυπριακού, ενόψει της Συνόδου για τη διεύρυνση του Δεκεμβρίου, στην Κοπεγχάγη.
Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Κώστας Σημίτης βολιδοσκόπησε τον Χριστόφια για σύντομη παράταση της θητείας Κληρίδη για να ολοκληρώσει τις συνομιλίες. Ο Χριστόφιας απέρριψε την πρόταση διότι η προτεραιότητά του δεν ήταν η λύση του Κυπριακού — και μάλιστα με δυτικές προδιαγραφές – αλλά η ανασύνταξη της συμμαχίας ΑΚΕΛ – ΔΗΚΟ –ΕΔΕΚ.
Ο Χριστόφιας όχι μόνο αποθάρρυνε την κορύφωση της πρωτοβουλίας λύσης, αλλά ήταν ο πρώτος που δαιμονοποίησε τις προθέσεις του γενικού γραμματέα των Η.Ε. και εκείνων «που κρύβονται πίσω από τις πρωτοβουλίες του».[2]
Πριν καν κατατεθεί το σχέδιο ο Χριστόφιας προειδοποιούσε το διεθνή παράγοντα ότι θα το απέρριπτε: «Ας μην μας υποχρεώσουν με σχέδια λύσης απαράδεχτα, να πούμε αυτό που δεν θέλουμε να πούμε. Ας μην μας υποχρεώσουν να πούμε το μεγάλο ΟΧΙ. Ας μην θυσιάσουν για μια ακόμα φορά την Κύπρο και το λαό της στο βωμό της νέας τάξης πραγμάτων. Γιατί θα πούμε με αποφασιστικότητα και το μεγάλο ΟΧΙ».[3]
Ο Χριστόφιας είχε γυρίσει το Κυπριακό στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου και αντιμετώπιζε την πρωτοβουλία σαν ένα είδος συνωμοσίας των Αμερικανών και απέρριπτε τη διασύνδεση της ένταξης στην ΕΕ με τη λύση. «Δεν πρόκειται να ξεπουλήσουμε τον τόπο μας χάριν της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτή την περίοδο γινόμαστε μάρτυρες μεθοδεύσεων από την πλευρά του Αμερικανοβρετανικού παράγοντα, η λύση του Κυπριακού να γίνει προϋπόθεση για την ένταξη».[4]
Το σχέδιο του Κόφι Ανάν υποβλήθηκε στις 11 Νοεμβρίου 2002, όμως δεν κατέστη δυνατή μια συμφωνία πριν την απόφαση για ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, τον Δεκέμβριο του 2002, λόγω της άρνησης του Ραούφ Ντενκτάς να συνεργαστεί και της αδυναμίας της νέας τουρκικής κυβέρνησης να του επιβληθεί.
Τον Δεκέμβριο του 2002 η ΕΕ αποφάσισε την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ από την 1η Μαΐου 2004. Η ένταξη αφορούσε όλη την επικράτεια και αναστολή στην εφαρμογή του κεκτημένου στο κατεχόμενος μέρος.
Τον Φεβρουάριο του 2003 ο Τάσσος Παπαδόπουλος εξελέγη πρόεδρος. Ένα μήνα μετά, ο Γενικός Γραμματέας του ΗΕ Κόφι Ανάν συγκάλεσε σύνοδο στη Χάγη, με σκοπό την υπογραφή λύσης και ένταξης ολόκληρης της Κύπρου στην ΕΕ. Ο Ραούφ Ντενκτάς οδήγησε ξανά τη διαδικασία σε αδιέξοδο.
Ο πρόεδρος Παπαδόπουλος εξέφρασε τη βαθύτατη λύπη του για την αποτυχία της διάσκεψης. Στηριζόμενος στην ασφάλεια της αδιαλλαξίας του Ντενκτάς επέμενε σε λύση με βάση το σχέδιο Ανάν, πριν την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ. , την 1η Μαρτίου 2004. Στα τέλη του 2003 έστειλε και επιστολή στο Γενικό Γραμματέα ζητώντας του να αναλάβει σχετική πρωτοβουλία για επίτευξη λύσης πριν από την 1η Μαΐου 2004 με βάση το Σχέδιο Ανάν.
Τον Ιανουάριο του 2004 ο Κόφι Ανάν εξασφάλισε τη συναίνεση του πρωθυπουργού της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν για μια δεσμευτική διαδικασία συνομιλιών, που θα κατέληγε σε επιδιαιτησία και δημοψηφίσματα, πριν την 1η Μαΐου 2004.
Η επιδιαιτησία του γενικού γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών επινοήθηκε για να παρακάμψει την στείρα άρνηση του Ντεντκάς να συμφωνήσει σε ένα πλαίσιο λύσης.
Στις 12 Φεβρουαρίου 2004 ο Κόφι Ανάν κάλεσε σε συνάντηση στη Νέα Υόρκη τον Πρόεδρο Παπαδόπουλο και τον Ραούφ Ντνεκτάς για να του απαντήσουν αν αποδέχονταν την πρόταση του για επιδιαιτησία και δεσμευτικά δημοψηφίσματα. Στην πρόσκληση αναφερόταν πως αποδοχή της πρόσκλησης θα συνεπαγόταν και αποδοχή της προτεινόμενης διαδικασίας.
Η τουρκική κυβέρνηση είχε δεσμεύσει τον Ντενκτάς να ανταποκριθεί στην πρόσκληση και να παρουσιάσει την εξής φόρμουλα:
- Συνομιλίες Παπαδόπουλου – Ντενκτάς στη Λευκωσία μέχρι το τέλος Μαρτίου.
- Διάσκεψη με τη συμμετοχή της Ελλάδας και της Τουρκίας για γεφύρωση των διαφορών.
- Επιδιαιτησία του γενικού γραμματέα αν υπήρχαν αγεφύρωτες διαφορές.
- Παραπομπή του τελικού σχεδίου σε ξεχωριστά δημοψηφίσματα, με στόχο την ένταξη όλης της Κύπρου στην ΕΕ, πριν από την 1η Μαΐου 2004.
- Ο Παπαδόπουλος αιφνιδιάστηκε όταν ο Ντενκτάς αποδέχτηκε τη δεσμευτική διαδικασία που θα κατέληγε σε δημοψηφίσματα και την αποδέχτηκε και ο ίδιος. Στις πρώτες του δηλώσεις παρουσίασε τη συμφωνία ως επιτυχία της δικής του πολιτικής:
«Οι χειρισμοί της δικής μας πλευράς οδήγησαν την τουρκοκυπριακή πλευρά πίσω στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με βάση το σχέδιο Ανάν που μέχρι χθες το αποκαλούσε «νεκρό και θαμμένο».[5]
Παρεμβαίνει η Ρωσία
Το 2003 η Κύπρος είχε εξασφαλίσει την ένταξη της στην ΕΕ επειδή για πρώτη φορά είχε χειραφετηθεί από τη Σοβιετική Ένωση, λόγω της κατάρρευσης του κομμουνιστικού καθεστώτος. Το 2004 το Κυπριακό βρέθηκε, για πρώτη φορά από το 1974, σε τροχιά λύσης.
Σε αυτή την ιστορική καμπή του Κυπριακού εμφανίστηκε στο προσκήνιο η Ρωσία, με πρόθεση να ανακόψει την πορεία των εξελίξεων.
Η κορύφωση της διαδικασίας λύσης από τα Ηνωμένα Έθνη συνέπεσε με την αλλαγή φρουράς στο Υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας. Ο Σεργκέι Λαφρόφ, μόνιμος αντιπρόσωπος της Ρωσίας στα Ηνωμένα Έθνη, ανέλαβε τον Φεβρουάριο του 2004 την ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών της χώρας.
Πριν από τη συνάντηση του Κόφι Ανάν με τους Παπαδόπουλο και Ντενκτάς στη Νέα Υόρκη, ο Λαβρόφ, όντας ακόμα Μόνιμος Αντιπρόσωπος στον ΟΗΕ, είχε καλέσει τον γενικό γραμματέα να ενημερώσει το Συμβούλιο Ασφαλείας για τις προθέσεις του.[6]
Η πρώτη δημόσια διαφωνία της Ρωσίας για την υπό εξέλιξη διαδικασία διατυπώθηκε από τον αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών Βλαντίμιρ Τζιζόφ[7] στις 23 Φεβρουαρίου 2004, σε συνέδριο στο Βερολίνο. Ο Τζιζόφ χαρακτήρισε της προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού με γρήγορες διαδικασίες επικίνδυνη:
«…οι απόπειρες να κοπεί ο «γόρδιος δεσμός» με ένα χτύπημα έχουν απρόβλεπτες μακροπρόθεσμες συνέπειες εδώ. Θα ήταν χρήσιμο να το δουν όσοι υπολογίζουν σε μια γρήγορη πρόοδο στη διευθέτηση ενός τόσο χρόνιου προβλήματος όπως το Κυπριακό»[8].Ενόσω στη Λευκωσία τέθηκε σε εφαρμογή το πρώτο σκέλος της συμφωνίας της Νέας Υόρκης και διεξάγονταν συνομιλίες Παπαδόπουλου – Ντενκτάς, ο νέος υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας Λαβρώφ, σε συνέντευξη τύπου στη Μόσχα, στις 17 Μαρτίου 2004, διατύπωσε τη διαφωνία της Ρωσίας και άφησε αιχμές κατά της ελληνοκυπριακής πλευράς που την είχε αποδεχτεί:
«Εμείς αμφισβητήσαμε το γεγονός ότι η συμφωνία για την ενοποίηση της Κύπρου θα ανταποκρινόταν πλήρως στην αρχή της εθελούσιας αποδοχής της. Τελικά, τα ίδια τα μέρη διέλυσαν τις αμφιβολίες μας».[9]
Την επομένη των δηλώσεων του Λαβρόφ υπήρξε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Πρόεδρο Παπαδόπουλο. Το υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας ανακοίνωσε πως συμφωνήθηκε ότι υπήρχε αναγκαιότητα για μια δίκαιη και βιώσιμη λύση του κυπριακού προβλήματος «μέσω της επίτευξης κοινά αποδεκτών συμφωνιών χωρίς εξωτερικές πιέσεις».[10]
Ο Παπαδόπουλος, ο οποίος δεν ήταν καθόλου ευτυχής με την τροπή που είχαν πάρει οι εξελίξεις, βρήκε ισχυρό σύμμαχο για να τις ανατρέψει.
Ο Παπαδόπουλος με τη συναίνεση του ΑΚΕΛ – έχοντας και τις πλάτες της Ρωσίας στο Συμβούλιο Ασφαλείας – εφάρμοσε στρατηγική μη εφαρμογής της συμφωνίας της Νέας Υόρκης και αποτροπής των δημοψηφισμάτων. Ύστατο ανάχωμα αντίδρασης ήταν η απόρριψη του σχεδίου από το λαό.
Συνεργάτης σε αυτή τη στρατηγική ήταν και ο Ραούφ Ντενκτάς, ο οποίος διαφωνούσε με τη φιλοσοφία του Σχεδίου Ανάν το ίδιο έντονα με τον Παπαδόπουλο. Στις συνομιλίες που διεξάγονταν και τα δύο μέρη υπονόμευσαν τη διαδικασία με ένα διαρκές blame game. Ως εκ τούτου, η πρώτη φάση της συμφωνίας της Νέας Υόρκης όχι μόνο δεν απέδωσε τίποτα, αλλά βάθυνε το κλίμα καχυποψίας κατά του δυτικού παράγοντα και των Ηνωμένων Εθνών.
Την τελευταία εβδομάδα του Μαρτίου 2004 η διαδικασία πέρασε στη δεύτερη φάση, με την πραγματοποίηση της διάσκεψης στο Μπούργκερστογκ, με τη συμμετοχή της Ελλάδας και της Τουρκίας. Και αυτή η φάση της διαδικασίας αξιοποιήθηκε για να προετοιμάσει το λαό να απορρίψει, παρά να αποδεχτεί το σχέδιο λύσης. Ο Ντενκτάς αρνήθηκε να συμμετέχει και ο Παπαδόπουλος εγκατέλειψε τη συνάντηση για να παραστεί ως παρατηρητής στο Συμβούλιο της ΕΕ στις Βρυξέλλες.
Ο Παπαδόπουλος αρνήθηκε να διαπραγματευτεί διότι δεν ήταν στις προθέσεις του ένα καλύτερο σχέδιο λύσης. Αντί αυτού συζητούσε στο περιθώριο με τον γιο του Ραούφ Ντενκτάς, Σερντάρ, τρόπους για τη ματαίωση των δημοψηφισμάτων.
Με την ολοκλήρωση της δεύτερης φάσης, ο γενικός γραμματέας θα περνούσε – αναγκαστικά — στην τρίτη φάση, που ήταν η επιδιαιτησία.
Πριν από το στάδιο αυτό, το υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας τοποθετήθηκε με ανακοίνωση του, λέγοντας ότι ο Κόφι Ανάν έπρεπε να υποβάλει ένα «ισορροπημένο τελικό έγγραφο» το οποίο στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, θα λάμβανε υπόψη τα συμφέροντα των δύο μερών στην Κύπρο. Το Ρωσικό ΥΠΕΞ απέρριπτε εκ προοιμίου τον επιδιαιτητικό ρόλο των Ηνωμένων Εθνών:
«Είμαστε πεπεισμένοι ότι οι προσπάθειες που καταβάλλονται τώρα υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, μπορούν να στεφθούν με επιτυχία μόνο υπό την προϋπόθεση της εθελοντικής συναίνεσης των ίδιων των Κυπρίων — Ελλήνων και Τούρκων».[11]
Την 31 Μαρτίου 2004 ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Κόφι Ανάν υπέβαλε το τελικό σχέδιο του. Η πρώτη δημόσια αντίδραση του Προέδρου Παπαδόπουλου, στο αεροδρόμιο Λάρνακας αμέσως μετά την επιστροφή του στην Κύπρο, ήταν πως το τελικό σχέδιο δεν ήταν ισορροπημένο, επειδή ο γενικός γραμματέας ευνόησε την τουρκική πλευρά στην επιδιαιτησία, διαπίστωση που ουδόλως ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Μετά την ολοκλήρωση και της συμφωνημένης διαδικασίας, ο Παπαδόπουλος έκανε χρήση της υστάτης επιλογής που είχε: να απορρίψει το σχέδιο ο λαός στο δημοψήφισμα.
Η μοίρα του σχεδίου θα κρινόταν σε σημαντικό βαθμό από τη στάση του ΑΚΕΛ. Το ΑΚΕΛ είχε υιοθετήσει για δεκαετίες τη διεθνιστική προσέγγιση της σοβιετικής προπαγάνδας, ότι οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι δεν είχαν τίποτε να μοιράσουν και ότι μπορούσαν να ζήσουν σε συνθήκες ειρήνης και ευημερίας, αν τους άφηνε ανενόχλητους ο διεθνής ιμπεριαλισμός. Η ρητορική της συνύπαρξης, υπό το σύνθημα «οι Τούρκοι της Κύπρου δεν είναι εχθροί μας, είναι αδελφοί μας», δημιούργησε στη κομματική βάση του ΑΚΕΛ μια κουλτούρα λύσης.
Το ΑΚΕΛ βρέθηκε το 2004 στο μεγαλύτερο δίλημμα της ιστορίας του: Να αποδεχτεί ένα σχέδιο λύσης, το οποίο σύμφωνα με την ανάλυση της ίδιας της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος επανένωνε τη χώρα και το λαό σε ένα κράτος με μια μόνη κυριαρχία και την απάλλαζε από τα τουρκικά στρατεύματα, αλλά ταυτόχρονα θα επούλωνε μια πληγή του ΝΑΤΟ και θα εξυπηρετούσε τα γεωπολιτικά συμφέροντα της Δύσης; Ή να απορρίψει το σχέδιο και να ακυρώσει την πολιτική του παρακαταθήκη υπέρ της συνύπαρξης και της συμβίωσης;
Στις 9 Απριλίου 2004 το Πολιτικό Γραφείο του ΑΚΕΛ αποφάσισε να αποδεχτεί το σχέδιο και παρέπεμψε την απόφαση στην ΚΕ για τις 10 Απριλίου. Πριν ολοκληρωθεί η συζήτηση στην ΚΕ, ο γενικός γραμματέας του ΑΚΕΛ Δημήτρης Χριστόφιας διέκοψε τη συνεδρία και ανάβαλε την απόφαση για την επόμενη μέρα. Την επομένη το πρωί το Πολιτικό Γραφείο αναθεώρησε την εισήγηση του και υπέβαλε νέα πρόταση στην ΚΕ, για αναβολή των δημοψηφισμάτων, όχι επειδή δεν αποτελούσε μια αποδεχτή πρόταση, αλλά επειδή υπήρχαν ανησυχίες για την εφαρμογή του.
Ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ κίνησε τις διαδικασίες για να εγκριθεί ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας με το οποίο θα παραχωρούσε αυξημένες αρμοδιότητες στην ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ για την εφαρμογή της λύσης. Μια τέτοια απόφαση θα δυσκόλευε το ΑΚΕΛ να στηρίξει τα επιχειρήματα του για τις εγγυήσεις εφαρμογής της λύσης.
Σε αυτή τη φάση υπήρξε η δεύτερη παρέμβαση της Ρωσίας στις εξελίξεις.
Η Μόσχα έδωσε χείρα βοηθείας, υιοθετώντας τις «ανησυχίες» του ΑΚΕΛ. Ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Ιακώβου, ο οποίος ήταν της απολύτου εμπιστοσύνης του Χριστόφια, επισκέφθηκε εκτάκτως τη Μόσχα, την παραμονή της συζήτησης στο Συμβούλιο Ασφαλείας και είχε συνομιλίες με τον Σεργκέι Λαβρόφ.
Ο Λαβρόφ, με δηλώσεις του, επανάλαβε της πάγιες θέσεις της Ρωσίας για λύση με βάση τα ψηφίσματα η οποία θα ήταν αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης των δύο πλευρών, «χωρίς την επιβολή σε αυτούς οποιασδήποτε λύσης».
«Γνωρίζουμε ότι η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας έχει ανησυχίες σχετικά με τις εγγυήσεις για την ασφάλεια στο πλαίσιο μιας συνολικής διευθέτησης. Είμαστε έτοιμοι να εξετάσουμε τρόπους για την εξάλειψη αυτών των ανησυχιών, που θα είναι αποδεκτές από όλους, και πάνω απ’ όλα από την κυβέρνηση της Κύπρου».[12]
Στις 22 Απριλίου 2004 η Ρωσία, για πρώτη φορά μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, άσκησε βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας στο ψήφισμα για την ενίσχυση του ρόλου της UNFICYP. Ο Ραούφ Ντενκτάς ευχαρίστησε με δημόσιες δηλώσεις του τη Ρωσία για το βέτο.
Μετά από τη ψηφοφορία στο Συμβούλιο Ασφαλείας, ο Χριστόφιας έδωσε συνέντευξη τύπου στη Λευκωσία και ανακοίνωσε ότι «το ΑΚΕΛ λέγει »όχι» στο δημοψήφισμα, επειδή δεν εισακούστηκαν τα αιτήματά του. «Θέλουμε συγκεκριμένα μέτρα τα οποία θα εγγυούνται την εφαρμογή της λύσης για να εξασφαλίσουμε το ‘ναι’ από τη μεγάλη πλειοψηφία του κόσμο, ώστε να τσιμεντώνεται η εφαρμογή μιας δύσκολης λύσης με τα αναγκαία πρακτικά μέτρα και εγγυήσεις».[13]
Μερικά συμπεράσματα για την απόφαση του ΑΚΕΛ:
Ο Τάσσος Παπαδόπουλος οικοδόμησε τη στρατηγική της απόρριψης του Σχεδίου σε συνεργασία με τη Μόσχα. Ο Ρωσία είχε συναισθηματική και άλλη επιρροή στον Χριστόφια την οποία θα πρέπει να χρησιμοποίησε την κρίσιμη στιγμή για να γείρει την πλάστιγγα προς το «όχι». Εξάλλου, ο τρόπος που συμπεριφέρθηκε το ΑΚΕΛ ήταν πανομοιότυπος με το προηγούμενο του 1977, όταν μετά από σοβιετική παρέμβαση, απέρριψε το αμερικανοκαναδικό σχέδιο.
Η «συμμαχία» του Παπαδόπουλου με τη Μόσχα δεν έγινε ερήμην του Χριστόφια. Ο υπουργός Συγκοινωνιών Κίκης Καζαμίας, ο οποίος διαφώνησε και παραιτήθηκε από υπουργός της κυβέρνησης Παπαδόπουλου, μαρτύρησε ότι κατά την υποβολή της παραίτησης του, ο Τάσσος Παπαδόπουλος του αποκάλυψε ότι «δεν έκανε τίποτα μόνος του», αλλά σε συνεννόηση με τον Χριστόφια.
Ο ίδιος ο Χριστόφιας, μιλώντας λίγους μήνες αργότερα στο ραδιόφωνο του ΡΙΚ, είπε ότι «η μοναδική τους διαφωνία ήταν ο τρόπος με τον οποίο ο κ. Πρόεδρος απηύθυνε το διάγγελμα υπέρ του ΟΧΙ στον Κυπριακό Λαό».[14]
Ποια ήταν όμως τα κίνητρα της Ρωσίας για να μη λυθεί το Κυπριακό;
Με το βέτο η Ρωσία επανέκτησε στο Συμβούλιο Ασφαλείας το κύρος της σαν παγκόσμια δύναμη και κατέγραψε το ενδιαφέρον της για την ανατολική Μεσόγειο. Με τη μη λύση του Κυπριακού θα πλήττονταν οι ευρωπαϊκές φιλοδοξίες της Τουρκίας που θα παρέμενε ένας εν δυνάμει εταίρος της Ρωσίας.
Το επεξήγησε σε ραδιοφωνική συζήτηση την επομένη της άσκηση του βέτο, ο Αλεξάντερ Ντούγκιν, ο οποίος «είναι ένα είδος γκουρού του νέου επιθετικού ρωσικού ιμπεριαλισμού, με απόκρυφα γεωπολιτικά οράματα για μία ρωσική κυριαρχία από την Ασία έως την Ευρώπη, σε αντίστιξη στον μισητό φιλελευθερισμό της Δύσης».[15]
«Το βέτο της Ρωσίας έχει γεωπολιτικό υπόβαθρο. Θέλω να επιστήσω την προσοχή σας στο ότι αυτή η λύση προετοιμάστηκε με πρωτοβουλία των Αγγλοσαξονικών χωρών, των ΗΠΑ και της Βρετανίας και έχει σκοπό να ενισχύσει τη μονοπολική κοινωνία στο κόσμο και ειδικά στη Μεσόγειο. Αυτή η λύση είναι μια πρωτοβουλία να επιλυθεί το Κυπριακό με βάση το αμερικανικό σενάριο».
Σύμφωνα με τον Ντούγκιν, «εθνικές δυνάμεις στην Τουρκία αποκαρώνονται σταδιακά από τις ΗΠΑ και τις προοπτικές ένταξης στην ΕΕ. Η παγκοσμιοποίηση και ο μονοπολικός κόσμος είναι οι δύο απειλές κατά της κυριαρχίας της Τουρκίας. Τα ζητήματα της Βόρειας Κύπρου και του Κουρδιστάν γίνονται πιο καυστικά για την Τουρκία. Με την απόφαση για βέτο η Ρωσία ακολουθεί μια συνετή και πρωτοπόρα προσέγγιση. Αυτό το βέτο είναι χρήσιμο για τη Βόρεια Κύπρο και για τον Ραούφ Ντενκτάς».
Ο Ντούγκιν είπε στην ίδια συνέντευξη ότι «μέχρι τώρα η Ρωσία υποστήριζε την ελληνική πλευρά, αλλά τώρα υπάρχει η δυνατότητα να υποστηρίξει την Τουρκία, διότι το Κυπριακό και το ζήτημα του Καυκάσου έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά».
Η ανάλυση του Ντούκιν επιβεβαιώθηκε από τα γεγονότα που ακολούθησαν, όπου επιβεβαιώθηκε ότι η Μόσχα άσκησε το βέτο για τα δικά της συμφέροντα σε συνεννόηση με την Τουρκία και όχι για τα μάτια της Κύπρου. Όπως δήλωσε τον Αύγουστο του 2004 ο Ρώσος πρέσβης στη Μόσχα Petr Stegniy το βέτο ήταν μια έμμεση επιθυμία της Τουρκίας.[16]
Ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν, μιλώντας σε Τούρκους δημοσιογράφους, την 1η Σεπτεμβρίου 2004, είπε για το βέτο στο Σ.Α.: «Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι δεν υπήρξαν καθόλου αρνητικές αντιδράσεις [για το βέτο] ούτε και από την τουρκική ηγεσία. Αυτό το βέτο δεν ήταν ενάντια στους Τουρκοκύπριους».[17]
Μερικούς μήνες αργότερα, μιλώντας με Τούρκους επιχειρηματίες στην Κωνσταντινούπολη, ο Πούτιν είπε ότι η Μόσχα ψήφισε εναντίον αφού ενημέρωσε εκ των προτέρων την τουρκική πλευρά.[18]
Η τουρκική κυβέρνηση είχε και η ίδια προβλήματα στο εσωτερικό της για την αποδοχή του Σχεδίου Ανάν. Το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, που ήταν ακόμα ισχυρό σώμα, είχε ανακοινώσει τις επιφυλάξεις του για το Σχέδιο.[19]
Ο ερευνητής Sinan OĞAN ο οποίος μελέτησε την πολιτική της Ρωσίας σε σχέση με το βέτο του 2004, συμπεραίνει ότι «η τουρκική κυβέρνηση έπαιξε με προσοχή το ‘ρωσικό χαρτί’, επειδή ήθελε το ελληνικό ‘όχι’ για να αποδράσει από το Κυπριακό και να ανοίξει ο δρόμος της για την ΕΕ».[20]
Η Τουρκία, που ήταν ενήμερη των μυστικών διαβουλεύσεων μεταξύ Παπαδόπουλου και Ντνκτάς για την κοινή απόρριψη του Σχεδίου, ανέμενε το ελληνοκυπριακό «όχι» και προσδοκούσε σε οφέλη από αυτό.
Αμέσως μετά το κυπριακό δημοψήφισμα ο Πούτιν έκανε επίθεση φιλίας προς την Τουρκία, με άξονα την οικονομική συνεργασία των δύο χωρών. Στο πλαίσιο αυτού του ανοίγματος προς την Τουρκία, η Μόσχα στήριξε ευθύς εξαρχής το αίτημα για άρση της απομόνωσης των Τουρκοκυπρίων. Ο Πούτιν είναι ο μόνος ξένος ηγέτης που αναφέρθηκε δημόσια και κατ’ επανάληψη υπέρ της άρσης της οικονομικής απομόνωσης των Τ/κ.
Η Ρωσία άρχισε να εφαρμόζει το 2004 την ίδια πολιτική που εφάρμοζε το 1974 η Σοβιετική Ένωση:
Να χρησιμοποιεί το Κυπριακό για να υπονομεύει τα συμφέροντα της Δύσης και να αξιοποιεί την κυπριακή διένεξη για να κερδίσει την Τουρκία που ήταν ο μεγάλος στρατηγικός της στόχος. Η αποκοπή της Τουρκίας από την ΕΕ θα άνοιγε τεράστιες προοπτικές στα μεγαλεπήβολα σχέδια του καθεστώτος Πούτιν για τη δημιουργία Ευρασιατικής Ένωσης, υπό τη δική του ηγεμονία.
[1] Δηλώσεις του Επιτρόπου για τη διεύρυνση Γκίντερ Φερχόιγκεν στη Μικτή Κοινοβουλευτική Επιτροπή Κύπρου – Ε.Ε, 05/11/2002.
[2] Πρόεδρος Βουλής — Κυπριακό — Σχέδιο λύσης, ΚΥΠΕ — της Φανίτσας Ζαννέττου — ΛΕΥΚΩΣΙΑ 2/11/2002.
[3] Πρόεδρος Βουλής — Ημερίδα — Κύπρος – ΕΕ, ΚΥΠΕ — της Φανίτσας Ζαννέττου — ΛΕΥΚΩΣΙΑ 6/11/2002
[4] Πρόεδρος Βουλής — Ημερίδα — Κύπρος – ΕΕ, ΚΥΠΕ — της Φανίτσας Ζαννέττου — ΛΕΥΚΩΣΙΑ 6/11/2002
[5] «Δήλωση Προέδρου Δημοκρατίας», ΚΥΠΕ — Αποστόλης Ζουπανιώτης — ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ 13/2/2004.
[6] «Αλβαρο ντε Σότο — Κυπριακό — Συμβούλιο Ασφαλείας», ΚΥΠΕ — Αποστόλης Ζουπανιώτης — ΗΝΩΜΕΝΑ ΕΘΝΗ 7/2/2004.
[7] Υπηρέτησε στην Κύπρο και υπήρξε ειδικός απεσταλμένος της Ρωσίας στο Κυπριακό.
[8] «Russia’s Vision of a European Security Policy Partner: ESDP, NATO or Somebody Else?».
[9] Transcript of Remarks and Answers to Questions from Russian and Foreign Media by Russian Minister of Foreign Affairs Sergey Lavrov at Press Conference at Russian MFA Press Center, Moscow, March 17, 2004.
[10] «Πρόεδρος Παπαδόπουλος — Ρώσος ΥΠΕΞ», ΚΥΠΕ — της Φανίτσας Ζαννέττου — ΛΕΥΚΩΣΙΑ 18/3/2004.
[11] “Statement by Alexander Yakovenko, the Spokesman of Russia’s Ministry of Foreign Affairs, Regarding Cyprus Negotiations”. 632-30-03-2004
[12] Transcript of Remarks and Replies to Questions by Russian Minister of Foreign Affairs Sergey Lavrov Following Talks with Cyprus Minister of Foreign Affairs Giorgos Iakovou, Moscow, April 20, 2004.
[13] «ΓΓ ΑΚΕΛ — Διάσκεψη Τύπου — »Οχι»», ΚΥΠΕ — της Φανίτσας Ζαννέττου — ΛΕΥΚΩΣΙΑ 22/4/2004.
[14] Συνέντευξη στο Τρίτο Πρόγραμμα, ΡΙΚ, 2/10/2004. Αποδόθηκε την επομένη στο άρθρο «Ο Χριστόφιας υποχείριο του Τάσσου», Πολίτης, 3/10/2004.
[15] “Russia-Greece: Caught in the web of the Russian ideologues”, Die Zeit, 7/2/2015.
[16] Sinan OĞAN, Russian Federation’s Cyprus Politics (6/2/2005), Turkish Centre for International Relations & Strategic Analysis.
[17] Interview with the Turkish Media, September 1, 2004, 00:00 Sochi.
[18] Ρωσία — Πούτιν — Κυπριακό — ΓΓ ΟΗΕ , ΚΥΠΕ — Νοβόστι — ΛΕΥΚΩΣΙΑ 11/1/2005.
[19] «Τουρκία — Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας – Δήλωση», ΚΥΠΕ — Ανατολή — ΑΓΚΥΡΑ 5/4/2004.
[20] Sinan OĞAN, Russian Federation’s Cyprus Politics (6/2/2005), Turkish Centre for International Relations & Strategic Analysis.
Μακάριος Δρουσιώτης
21/08/2023